- παρανιός, -ιά, -ιό
- ο πολύ νέος: Χωρίς αιτία κι αφορμή ψυχή δεν παραδίνω, τι έχω γυναίκα παρανιά και δεν της παν' τα μαύρα (δημ. τραγ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παρανιός — ιά, ιό ο πάρα πολύ νεαρός στην ηλικία, αυτός που είναι σχεδόν παιδί («έχω γυναίκα παρανιά και χήρα δεν τής πρέπει», δημ. τραγούδι) … Dictionary of Greek